- χαζογελώ
- (α) αμετ. попусту смеяться; скалить зубы (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαζογελώ — άω, Ν γελώ χαζά, χωρίς να υπάρχει λόγος … Dictionary of Greek